Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΞΟΔΕΨΑ ΤΗΝ ΖΩΉ ΜΟΥ...!

ξόδεψα τη ζωή μου σε ανούσιες φλύαρο κενότητες, σε μουντά καφέ προσμένοντας να λήξει ο χρόνος ..σε βρώμικα στρώματα γυναικών με ψεύτικες αβρότητες ξοδεύτηκα  τόσο που απέμεινε μονάχα της ψυχής μου ο πόνος ...

Ξόδεψα  τηζωή μου γυρεύοντας Αγάπη σε μάσκες υποκριτών ,αγαπώντας αλλήλους γυρνώντας το μάγουλό σε φθονερούς ,διαβάζοντας ελεγείες σπαρακτικές ξεχασμένων ποιητών ,ποτίζοντας με αγκάθια τους ψυχό κήπους τους καρπτερους..

 ξόδεψα την ζωή μου ,νεογέρος σε ανεραστές φανφάρες , γυρεύοντας υψηλά, ένδοξα νοήματα στο μεταίχμιο των αιώνων . τώρα ζητώ ένα άνθος λίγο τόκο ζωής στέρνες χαρές.μια  ηλιαχτίδα έρωτα στην ψύχρα των παγετώνων ..

Ξόδεψα  τη ζωή μου στην ίδια πόλη στα τείχη που με κυκλώνουν .


στους πουλημένους έρωτες που λάφυρο πήραν της ψυχής την παντιέρα ,σε ιδεολογίες ψεύτικες που κρατη τον όχλο πόρωνουν, ξόδεψα ξόδεψα ξόδεψα το χάρισμα της ζωής το  ξόδεψα στον αγέρα...!

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΓΥΡΕΎΩ.

Γυρεύω μία θάλασσα στη μέση της ερήμου την άστρο γέννηση στην καταχνιά ,γυρεύω την


 Ιθάκη στο πάθος του Οδυσσέα ..του κόσμου τα άλυτα γυρεύω να λύσω, ποιος θεός την αγάπη ορίζει και ποιος στιγματίζει το χέρι του φονιά.. γυρεύω τα σφραγιστα χείλη της κάποιο απομεσήμερο να τα φιλήσω..! εδώ στα υπόγεια που κοιτωμαι, τυφλός γυρεύω της γνώσης κοφτερό λεπίδι, εδώ στις φυλακές που Βασανίζομαι γυμνός της αγάπης γυρεύω το ταξίδι...!

γυρεύω να περπατήσω στα χνάρια του Προμηθέα, φωτιά και αγάπη να χαρίσω σε τούτο το χώμα που πότισαν με αίμα, σε τούτο το φως που σμιλεύει μνημεία.. σαν το Σωκράτη να θάνατομεθύσω στις Θερμοπύλες να ξανά σβήσω, σε μία έξοδο Μεσολογγίου γυρεύω να ρίξω τη νέα τυραννία... εδώ στα πηγάδια τα άνυδρα που βρέθηκα προδομένος γυρεύω άστρων φωταγωγόγια, στις ξερολιθιές φριχτά που είμαι λίθοβολιμένος γυρεύω Θεό και Παναγία...!

γυρεύω κάποιας Τροίας τα κάστρα να ρίξω, του κακόυ,    αρμάδα να πυρπολυσω, σταύρο Να υψώσω καντήλι, να ανάψω, γυρεύω την αλμύρα του Αιγαίου να πιω..! σαν τους τρελούς με λευτεριά να μεθύσω το μπλε της θάλασσας να κατανοήσω, γυρεύω την πίκρα τη γλύκα, του κόσμου ετούτου σβήνοντας να καταπιώ..! εδώ στην άβυσσο που βρέθηκα, πνιγμένος γυρεύω μία ζωής ανάσα..! εδώ που κοιτωμαι, κυκλωμένος από ανικητα φλεγόμενα δασα...!

Ιστορική ποιητική..! 29,2,20.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Η λησμονιά των ηρώων

Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα στου κάτω κόσμου τις σπηλιές σε λέγαν ποιητή, επαναστάτη, και Χριστό, στο άνθρωπομάνη που λίγοψυχα.. καθώς περνούσες την θανατερή την πύλη, πριν σε προδώσουν λάγνες αγκαλιές...! ένα κουβάρι ο κόσμος που όλο  κλωθεί και ο ήλιος που αγκομαχά... και όλο στενάζει στις μυλόπετρες που αλέθουν στης μακρονήσου την ξερολιθιά...! Πόση αλήθεια με το αίμα σου να γράψεις να την κρύψεις σε μία θάλασσα βαθιά..!

Σε ξαναβρήκα κάτω από το άρμα στην πεσμένη πύλη, κόκκινο γαρύφαλλο στο θάνατοάνεμι, και η μάνα σου που όλο με μαύρα καρτέρει, στου Κάτω Κόσμου 4 άγγελοι συλλέγουν το δάκρυ σε κύπελλο χρυσό, κι όλο μεθούν της γης οι αντρειωμένοι ..και εσύ σταυρώνεται στις φυλακές τον κόσμο να αλλάξεις ,για κάποια που αγάπησες Νεφέλη ..Και όσο τις σάρκες σου θα καίει του αττίλα εκείνη η μαύρη αυγή ,θα μοιρολογούν οι άνεμοι ..!στον ιστό εκείνο που Ανέβηκες ,η λευτεριά έπεσε από σφαίρα σκοτωμένη.!

Σαν να ξαναπεσες, πάνω στα τείχη της πόλης, ή στο σκοπευτήριο στην Καισαριανή στην μικρασία πνίγηκες στο κύμα, και στη φλόγα κάηκες σε μία εκκλησία.. των δικτατόρων Μες στης Μπουμπουλίνας να σου κεντούν με αίμα την ποινή.. και σαν το Χριστό τα ιμάτια σου, στα ζάρια να παίζουν για τη μοιρασιά..! μα  όλο θα λάμπεις μες στη φλόγα που σε καίει, ήρωα Έλληνα που λησμονηθικες παράδοξα ένα δίδαγμα μας μένει, πως κέρδισες και,


ας μοιάζει πως ητήθικες..!

Ηστορικη, ποιητική..
Αργύρης. 2020.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Ο γυρισμός του πρόσφυγα..

Παραμονή Πρωτοχρονιάς το σωτήριον έτος 19... πέρασαν πολλά χρόνια απομακρυσμένος από τον τόπο μου έτη και έτη..

Για να έρθει αυτή η Πρωτοχρονια,αυτήν η Πρωτοχρονιά που προσμενα τόσα χρόνια Ηταν Ο γυρισμός του πρόσφυγα ο δικός μου δηλαδή.. από τον τόπο των μαρτυριών από κει που εκδιώχθηκα, πριν από πολλά χρόνια.. γύρισα ολόκληρο τον κόσμο τόσα χρόνια Εφτά φορές.. Ίσως και δέκα πήγα σε μακρυσμένες περιοχές στα ξένα στον ωκεανό σε σαπια καράβια.. Κοιμήθηκα με ξένες γυναίκες μελαμψές...

έκανα χρήματα, δούλεψα, τυχοδιώκτης ήμουν αλλά δεν λησμόνησα τον τόπο μου την πατρίδα την γέννηση. Την κατάρα και ευχή της μάνας και του πατέρα..

τα λόγια της αγαπημένης μου τα στερνά πώς θα με προσμένει πότε δεν, θα δοθεί ποτέ σε άλλον όταν το μικρό μας χωριουδάκι καταπάτησαν οι αλλόθρησκοι τότε στη Μεγάλη καταστροφή του 22 το βιός μας όλο έγινε φωτιά κάηκε το σπίτι μας ερήμωσε, και εγώ έφυγα παιδάκι θα ήμουν νέος δηλαδή γύρω στα 20 έφυγα από διωγμένος να σωθώ από το γιαταγάνι...

η μάνα μου με έχωσε σε ένα πλοίο και έβλεπα τους καπνούς της Σμύρνης να μαυρίζουν τον ουρανό.. μετά τίποτα κλάμα τα μάτια μου κλαίγανε για μήνες για χρόνια ο κόσμος μεγάλος μακρύς ο πόνος και εγώ μικρό παιδί μετρούσα το μπόι μου με τον πόνο κι όλο έλεγα πως θα γυρίσω θα γυρίσω μία Πρωτοχρονιά μία γιορτή...

άξαφνα στον τόπο μου όταν θα μπορώ πια Όταν θα έχουν περάσει τα σύννεφα του πολέμου έβγαλα γένια μεγάλωσαν, τα μαλλιά μου φορούσα κουστούμι ωραία ρούχα ατσαλάκωτα είχα χρήματα οι γυναίκες με κυνηγούσαν αλλά εμένα ο τόπος μου ήταν εκεί με πρόσμενε...