Παραμονή Πρωτοχρονιάς το σωτήριον έτος 19... πέρασαν πολλά χρόνια απομακρυσμένος από τον τόπο μου έτη και έτη..
Για να έρθει αυτή η Πρωτοχρονια,αυτήν η Πρωτοχρονιά που προσμενα τόσα χρόνια Ηταν Ο γυρισμός του πρόσφυγα ο δικός μου δηλαδή.. από τον τόπο των μαρτυριών από κει που εκδιώχθηκα, πριν από πολλά χρόνια.. γύρισα ολόκληρο τον κόσμο τόσα χρόνια Εφτά φορές.. Ίσως και δέκα πήγα σε μακρυσμένες περιοχές στα ξένα στον ωκεανό σε σαπια καράβια.. Κοιμήθηκα με ξένες γυναίκες μελαμψές...
έκανα χρήματα, δούλεψα, τυχοδιώκτης ήμουν αλλά δεν λησμόνησα τον τόπο μου την πατρίδα την γέννηση. Την κατάρα και ευχή της μάνας και του πατέρα..
τα λόγια της αγαπημένης μου τα στερνά πώς θα με προσμένει πότε δεν, θα δοθεί ποτέ σε άλλον όταν το μικρό μας χωριουδάκι καταπάτησαν οι αλλόθρησκοι τότε στη Μεγάλη καταστροφή του 22 το βιός μας όλο έγινε φωτιά κάηκε το σπίτι μας ερήμωσε, και εγώ έφυγα παιδάκι θα ήμουν νέος δηλαδή γύρω στα 20 έφυγα από διωγμένος να σωθώ από το γιαταγάνι...
η μάνα μου με έχωσε σε ένα πλοίο και έβλεπα τους καπνούς της Σμύρνης να μαυρίζουν τον ουρανό.. μετά τίποτα κλάμα τα μάτια μου κλαίγανε για μήνες για χρόνια ο κόσμος μεγάλος μακρύς ο πόνος και εγώ μικρό παιδί μετρούσα το μπόι μου με τον πόνο κι όλο έλεγα πως θα γυρίσω θα γυρίσω μία Πρωτοχρονιά μία γιορτή...
άξαφνα στον τόπο μου όταν θα μπορώ πια Όταν θα έχουν περάσει τα σύννεφα του πολέμου έβγαλα γένια μεγάλωσαν, τα μαλλιά μου φορούσα κουστούμι ωραία ρούχα ατσαλάκωτα είχα χρήματα οι γυναίκες με κυνηγούσαν αλλά εμένα ο τόπος μου ήταν εκεί με πρόσμενε...
Για να έρθει αυτή η Πρωτοχρονια,αυτήν η Πρωτοχρονιά που προσμενα τόσα χρόνια Ηταν Ο γυρισμός του πρόσφυγα ο δικός μου δηλαδή.. από τον τόπο των μαρτυριών από κει που εκδιώχθηκα, πριν από πολλά χρόνια.. γύρισα ολόκληρο τον κόσμο τόσα χρόνια Εφτά φορές.. Ίσως και δέκα πήγα σε μακρυσμένες περιοχές στα ξένα στον ωκεανό σε σαπια καράβια.. Κοιμήθηκα με ξένες γυναίκες μελαμψές...
έκανα χρήματα, δούλεψα, τυχοδιώκτης ήμουν αλλά δεν λησμόνησα τον τόπο μου την πατρίδα την γέννηση. Την κατάρα και ευχή της μάνας και του πατέρα..
τα λόγια της αγαπημένης μου τα στερνά πώς θα με προσμένει πότε δεν, θα δοθεί ποτέ σε άλλον όταν το μικρό μας χωριουδάκι καταπάτησαν οι αλλόθρησκοι τότε στη Μεγάλη καταστροφή του 22 το βιός μας όλο έγινε φωτιά κάηκε το σπίτι μας ερήμωσε, και εγώ έφυγα παιδάκι θα ήμουν νέος δηλαδή γύρω στα 20 έφυγα από διωγμένος να σωθώ από το γιαταγάνι...
η μάνα μου με έχωσε σε ένα πλοίο και έβλεπα τους καπνούς της Σμύρνης να μαυρίζουν τον ουρανό.. μετά τίποτα κλάμα τα μάτια μου κλαίγανε για μήνες για χρόνια ο κόσμος μεγάλος μακρύς ο πόνος και εγώ μικρό παιδί μετρούσα το μπόι μου με τον πόνο κι όλο έλεγα πως θα γυρίσω θα γυρίσω μία Πρωτοχρονιά μία γιορτή...
άξαφνα στον τόπο μου όταν θα μπορώ πια Όταν θα έχουν περάσει τα σύννεφα του πολέμου έβγαλα γένια μεγάλωσαν, τα μαλλιά μου φορούσα κουστούμι ωραία ρούχα ατσαλάκωτα είχα χρήματα οι γυναίκες με κυνηγούσαν αλλά εμένα ο τόπος μου ήταν εκεί με πρόσμενε...