ΑΓΆΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ.
Τώρα που κάθομαι εδώ πέρα απέναντι από τις ακτές αντικρύζοντας κείνη τη θάλασσα την θάλασσα την δαρμένη που χει πάρει μαζί τους τόσους στο βυθό .
τώρα που είμαι πια ένας γέροντας με λευκά γενιά και με μαλλιά άσπρα ,κάνοντας τον απολογισμό των χρόνων που πέρασαν που πέρασαν μαρτυρικά .. γεμάτα ενοχές φρίκη και πόλεμο.
θυμαμαι ,εκείνου του πολέμου το μεγάλου τις ανάμνησεις, σκέφτομαι πως υπήρξα ένας άνθρωπος, είτε καλος είτε κακος ,ένας άνθρωπος κύριως ,που πόνεσε ..
όμως που έζησε την αγάπη και τον πόλεμο την προδοσία το ,μίσος και τον έρωτα, αυτοί οι άνεμοι του πολέμου το άνεμολόγη ,και εκείνα τα μάτια της ,που δεν ξανάδα με κυνηγούν τα βράδια.. κεινα τα μάτια τα θαλασσινά τα μπλαβια ,τα ονειρικά, βαθιά, και σκοτεινά που για χάρη τους γίνανε όλα , που για χάρη τους κάηκε ο κόσμος μου.. ακόμη είναι και
τα μάτια του φίλου μου του παιδικού και αυτά είναι σαν Ερινιες, πού ορίζουν τη μοίρα μου τις πράξεις μου ..!!
να είμαι άραγε ένας καλός ένας , δικαιωμένος άνθρωπος η ένας άνθρωπος με πάθη ..
Αυτή, είναι η εξομολόγηση μου που θα ,την πω μονάχα στα γραπτά μου ,στις λεύκες σελίδες του τετράδιου ,ποτέ δεν απότόλμησα να πω τη μαύρη αλήθεια μα θα τη γράψω τώρα στα στερνά ,στα στερνά μου τελευταία χρόνια…
Ημέρες πολέμου :
Τα λαγούμια είχαν σκαφτεί καλά ,τα χαρακώματα ήταν βαθιά περικυκλωμένα από ξύλινες τάβλες αλλά οι βροχές είχανε γκρεμίσει τις τάβλες και μπαίναν τα νερά μέσα στα χαρακώματα , μας γεμίζουν τις μπότες τις αρβύλες, τα όπλα, τα ψωμιά που είχαμε λίγα.. τελείωνε καί το χαρούπι που ,ήταν σκληρό, και Μπάγιατικο, το μπαρούτι και αυτό είχε πιάσει υγρασία και ήθελε κάπου-κάπου να το ζεσταίνουμε στη μικρή σομπίτσα που την καίγαμε με ξύλα φοβούμενοι όμως ότι ο καπνός θα μας προδώσει στον απέναντι εχθρό…
ο χειμώνας ήταν βαρύς ,Γιώργη με φώναζε ο δεκανέας καί ο λοχαγός και δίπλα μου στο δεξί πλευρό ήταν ο Νικόλιος , ο παιδικός μου φίλος αχ είχαμε έρθει μαζί από το νησί, είχαμε γεννηθεί την ίδια μέρα, είχαμε μεγαλώσει στο ίδιο χωριό , οι πατεράδες μας ήταν ξαδέρφια ήταν ο καλύτερός μου φίλος και συγγενής .
πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο α πόσο αναπολουσαμε ,το νησί το γαλανόλευκο τη θάλασσα την αφρισμένη τις αμμουδερές ακτές τα κυματα το ,ηλιόγερμα εκείνα τα λιβάδια στο βουνό , και εκείνα τα ηλιοβασιλέματα πού με αυτά ζήσαμε τα πρώτα μας χρόνια .. οι ψαρόβαρκες λευκές σαν κύκνοι μας άρεσε να ψαρεύουμε ,να ψαρεύουμε στο λιμάνι και να ανοιγόμαστε μεσοπέλαγα είμαστε γεννημένοι για ψαράδες αλλά οι άνεμοι του πολέμου είχαν διαφορετική άποψη ο πόλεμος είναι ένας τυφώνας σαρώνει τα πάντα σαν να βύθισε τις βάρκες μας , σαν να έκανε τον κόσμο μας μουγκο καί άσχημο…
οι γονείς μας παραπονεμένοι σαν φύγαμε κλαίγανε με βουβό κλάμα .
που πηγαίναμε άραγε ? πού πηγαίναμε όλαταχος , στο θάνατο.. ίσως πηγαίναμε να σκοτώσουμε να μας σκοτώσουν και τώρα να βρεθήκαμε εδώ σε τούτο το σιχαμερό μέρος σε τούτο το παράπηγμα ,σε τούτο το χαράκωμα .
Πολυβόλα, στροβιλίζονται πάνω από το κεφάλι μας με μία γραμμή πού με κανένα τρόπο ,δεν λέει να σπάσει είτε από τη μία είτε από την άλλη μεριά ..
με σχέδια που κάνουν οι στρατηγοί πώς θα γκρεμίσουν το μέτωπό του αντιπάλου σχέδια , ολημερίς και ολονυχτίς και οι σφαίρες, να σφυρίζουν στα κεφάλια μας μέρες και νύχτες .
αυτό γινόταν συνεχώς και οι επιτελάρχες να σχεδιάζουν να ξανάσχεδιάζουν και τίποτα τίποτα δεν γινόταν κανείς δεν έκανε πίσω πυροβόλα να αλεθούν τα κόκαλα των ανθρώπων .
και οι μέρες περνούσαν μαρτυρικά να μαγειρεύουν σχέδια οι στρατηγοί που δεν καρποφόρησαν και οι στρατιώτες να λένε όλοι για το μεγάλο σχέδιο που θα μας φέρει τη Νίκη που θα πάρουμε την επόμενη πολη, και θα προελασουμε ..
Η μόνη χαρά εμένα και του Νικολιού ήταν να πάμε, στο ποτάμι .ήταν ένα ποτάμι που θύμιζε λίγο τον τόπο μας.
Αχ το ποτάμι , το ποτάμι ήταν μία θάλασσα για μας ναι θύμιζε τον νησί μας , ναι ήταν κάτι όμορφο και όταν μας δίνανε άδεια πηγαίναμε εκεί φούμαραμε τα τσιγάρα μας ,αυτά που μας στελναν ,οι γονείς τα μοιραζόμασταν όλοι ήταν μία μεγάλη απόλαυση να φουμάρεις σε αυτόν τον άθλιο τρόπο..
μέσα στα αίματα στη θλίψη και στις σφαιρες ,η καθαριότητα ήτανε κάτι που μας έκανε να αισθανόμαστε ξανά άνθρωποι ξανά νέοι και όμορφοι .το ποτάμι κυλούσε σε έναν βράχο έπεφτε με δύναμη σε ένα πλάτωμα και έκανε σαν μία μεγάλη πισίνα εκεί ξαναγινομασταν παιδιά πάλι ..
ξεχνούσαμε τον πολεμο ,τα τερτίπια του . Τον θάνατο που είδαμε τους τελευταίους μήνες γελάγαμε και παίζαμε και τότε καταλαβαίναμε ότι ήμασταν ξανά 19 χρονών αγόρια. τότε ήτανε που λέγαμε ότι οι πόλεμοι γίνονται δίχως σκόπο ,όσοι το τολμούσαμε φυσικά γιατί πάντα υπήρχανε και αυτοι που θα σε κατηγορούσαν για ανυποταξία ,λιποταξία ..
ύποπτος για λιποταξία ήταν μία βαριά κατηγορία που μπορεί και να σου επέφερε και τον εγκλεισμό ή το να σε βάλουν στο πρώτο ,πρώτο μέτωπο δηλαδή να σε στείλουνε για τα ντουφέκια να βγεις και να κάνεις την έξοδο του θανάτου ,που λένε δηλαδή να βγεις από τα χαρακώματα και να τρέξεις όλο ίσα κατά πάνω στον εχθρό .
ήταν σίγουρος ,θάνατος ήταν το δόλωμα του λαγού, όπως λέγανε δηλαδή τρέχεις και σε πυροβολούν σαν τον λαγό,όλοι ύποπτοι λιποταξίας ,όσους τους κατηγορούσαν με αποδείξεις αυτό το φρικτό τέλος είχαν να πεθάνουν από τα πολυβόλα του εχθρού για να αποκαλύψουν τη θέση από τα πολυβολεία του εχθρού .
δηλαδή ενας δοξασμένος θάνατος έτσι λέγανε στους γονείς στέλνοντας εκείνο το χαρτί το σκληρό ,το λευκό που έλεγε ότι ο γιος σας έπεσε σαν ήρωας στο καθήκον πάνω στη γραμμή του μετώπου ,με έναν Σταυρό για παράσημο χωρίς να επεξηγούν με περισσότερες λεπτομέρειες αλλά αυτά..
όλα ανήκουν στην τρέλα του πολέμου .
Με φώναξε Γιώργη ο φίλος μου ο Νικολιός ,Έλα να παίξουμε με τα νερά με βούτηξε μέσα και γελάγαμε ήμασταν ανέμελοι ,σήμερα ποιος ξέρει αύριο μπορεί και να μην ζούσαμε…
Μα σήμερα είχα έρθει εδώ μόνος μου μακριά από την τέφρα την οσμή του θανάτου και του πολέμου είχα έρθει εδώ στο ποτάμι αυτό το μικρό το ποταμάκι, που κυλούσε υγρό ανέμελο ανέγγιχτο και ζεστό χωρίς πόλεμους, χωρίς να νοιάζεται για τους ανθρώπους ..
δίπλα ήταν χτισμένο ένα εκκλησάκι ,πού βρέθηκε αυτό το μικρό εκκλησάκι στα βάθη της ανατολής δίπλα στο ποταμάκι αναρωτιόμουν είχε ,παλιές τοιχογραφίες θα πρέπει να ήτανε του, 8ο αιώνα ίσως και πιο πριν ,από τους πρώτους χριστιανούς που κρυφόζούσαν εδώ σε ένα ξένο κράτος με αλλόθρησκους ..
άνοιξα την πόρτα μπήκα μέσα ήταν σκοτάδι κοίταξα στον τρούλο τις παλιές τοιχογραφίες και με έπιασε ένα δέος ήταν η μέρα σκοτεινή και βροχερή και σε λίγο έπρεπε να γυρίσω στη μονάδα μα ξαφνικά μία καταιγίδα ξεκίνησε, και σκέφτηκα να μείνω για λίγο εκεί μέχρι να κοπάσει, κεραυνοί πεφτανε συνεχώς ο ουρανός μουντός και μαύρος …
ίσως με ψάχνανε αλλά δεν μπορούσα να βγω στη βροχή περίμενα για λίγο και ξάφνου άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας και είδα μία απόκοσμη ομορφιά μία κοπέλα εξωπραγματική ,εξωτική ομορφιά ,που δεν είχα δει ποτέ . μάτια σαν έβενος ,δέρμα απαλό .. Μάλια ,μαύρα σαν κοράκι . το χαμόγελό της αγνό ,χαμογέλασε αθώα ήτανε μία λευκή οροσειρά, ήταν διαμάντια ,ήταν ήλιος ηταν, ουρανός ολόκληρος είχε έρθει και, αυτήν για να προστατευτεί από τη βροχή.. μια καταιγίδα μας ένωσε ετσι γνωριστήκαμε τη λέγανε Αχμέτ ήταν Τουρκάλα στην καταγωγή μα ο πατέρας της είχε ελληνικές ρίζες και ήταν κρυφοχριστιανοι έτσι μου είπε ..
ήταν ένας ,έρωτας με την πρώτη ματιά ο πρώτος μου έρωτας και ενιωσα πρώτη φορά την δύναμη του έρωτα στα 19 μου χρόνια , εν μέσω πολέμου.. ήταν ένα ξύπνημα της φύσης μία ερωτική πανδαισία μέσα στη σκοτεινιά του θανάτου και του πολέμου .. από κείνο το απόγευμα πήγαινα συχνά στο εκκλησάκι δίναμε ραντεβού όταν μπορούσα να φύγω από τη μονάδα έστω για μία ώρα πηγαίναμε και ανταλλάζαμαμε όρκους αιώνιας αγάπης, έξω από το εκκλησάκι μπροστά στις εικόνες λες και μας κατακρίνουν άλλοτε αυστηροι ,άλλοτε όμως οι άγιοι χαμογελούν και συμφωνούν με τον κρυφό μας έρωτα … κάποιες φορές, όμως φανταζόμουν ότι με κατακεραυνώνουν και μετά μας δικάζουν σε χίλιες κόλασεις..
ήταν οι μέρες εκείνες που η Ευτυχία εναλλασσόταν με τη δυστυχία της μάχης και του θανάτου, το φιλί της Αχμέτ ήταν το πιο γλυκό βάλσαμο ένα φιλί που έπαιρνε όλες τις κακές εικόνες που είχα σχηματίσει τον τελευταίο καιρό ,ένα φιλί πού με ταξίδευε μακριά στο νησί μου και έκανα όνειρα για το μέλλον ..